- σαρκοφάγων
- σαρκόφαγοςeating fleshmasc/fem/neut gen plσαρκοφάγοςeating fleshmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαρκοφαγῶν — σαρκοφαγέω eat flesh pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κρεόδοντα — (Creodonta). Τάξη εξαφανισμένων πρωτόγονων σαρκοφάγων θηλαστικών. Βρέθηκαν για πρώτη φορά, ως απολιθώματα, σε ιζήματα του τριτογενούς στη Μογγολία. Τα κ. εξελίχθηκαν από τα θηλαστικά της όψιμης κρητιδικής περιόδου και έφτασαν το αποκορύφωμά τους… … Dictionary of Greek
κρυπτόπρωκτος — (Cryptoprocta). Γένος σαρκοφάγων θηλαστικών της οικογένειας viverridae. Πρόκειται για ιθαγενές ζώο της Μαδαγασκάρης και το μεγαλύτερο από τα αρπακτικά του νησιού. Το κυριότερο είδος είναι το Cryptoprocta ferox, γνωστό και με την κοινή ονομασία… … Dictionary of Greek
λυκάων — (Lycaon). Γένος θηλαστικών της οικογένειας των κυνιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Το πιο κοινό είδος του γένους αυτού είναι ο Lycaon pictus, ο οποίος έχει διαστάσεις και διαμόρφωση όπως του λύκου. Διαθέτει μεγάλα στρογγυλά αφτιά και λεπτό, μυώδες … Dictionary of Greek
λύγκας — (Lynx). Γένος αιλουροειδών θηλαστικών της τάξης των σαρκοφάγων. Τα ζώα αυτά έχουν στρογγυλό κεφάλι με μακριά αφτιά, που απολήγουν σε αιχμή, και μια χαρακτηριστική τριχωτή τούφα στην κορυφή. Το σώμα τους είναι λεπτό και ρωμαλέο, καταλήγοντας σε… … Dictionary of Greek
μίασις — η (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος σαρκοφάγων θηλαστικών, αντιπροσωπευτικό μιας ομάδας πρωτόγονων σαρκοφάγων, τών μιασιδών, τού κατώτερου και ανώτερου ηωκαίνου στη Βόρεια Αμερική και τού ανώτερου ηωκαίνου στην Ευρώπη και την Ασία … Dictionary of Greek
προμεφίτις — (promephitis). Γένος σαρκοφάγων θηλαστικών ζώων, που έχει εκλείψει. Ανήκε στην οικογένεια των ικτιδιδών. Απολιθωμένα λείψανά τους βρέθηκαν και στην Ελλάδα, στο Πικέρμι της Αττικής καθώς και στη Σάμο. * * * η, Ν γένος σαρκοφάγων θηλαστικών που… … Dictionary of Greek
προτελής — (proteles cristatus). Θηλαστικό της οικογένειας των υαινιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Ο π. διακρίνεται από τις πραγματικές ύαινες, είτε από τη μικρότερη ανάπτυξη του μπροστινού τμήματος του σώματος είτε από την οδοντοφυΐα, που έχει 4 δόντια… … Dictionary of Greek
ρακούν — Γένος σαρκοφάγων θηλαστικών της οικογένειας των προκυονιδών. Ζουν κυρίως στις περιοχές από τον Καναδά μέχρι τη Βραζιλία. Το ζώο αυτό έχει τρίχωμα σταχτί και ουρά με λευκές λωρίδες. Το σώμα του έχει μήκος 75 εκ. Ζει κυρίως κοντά σε τρεχούμενα νερά … Dictionary of Greek